- καταψήχω
- καταψήχω (Α)1. θωπεύω, χαϊδεύω, ψηλαφώ («πριστοῡ κτενὸς ἐντομὰς κόμην καταψήχειν δυναμένας», Λουκιαν.)2. κατατρίβω κάτι, συντρίβω σε γουδί3. φθείρω, καταστρέφω («χρόνος πάντα καταψήχει», Σιμων.)4. παθ. καταψήχομαικατακερματίζομαι, συντρίβομαι σε μικρά τεμάχια («ῥεῑ πᾱν ἂδηλον καὶ κατέψηκται χθονί» — κατέρρευσε όλο χωρίς να φανεί κανένα ίχνος και κατακερματισμένο έχει λειώσει καταγής, Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ψήχω «χαϊδεύω, τρίβω»].
Dictionary of Greek. 2013.